SEARCH AND PRESS ENTER
Epameinondas Thomopoulos

Epameinondas Thomopoulos

Greek
1878 - 1976

Βιογραφία

Στο τέλος του 19ου αιώνα η Πάτρα βρισκόταν σε παραλληλία με την Αθήνα στην πνευματική κίνηση, καθώς είχαν περισσότερο ή λιγότερο στενούς οικογενειακούς δεσμούς με την παραθαλάσσια πόλη που αποτελούσε την πύλη της Ελλάδας προς τη Δύση ιδιαίτερα σημαίνουσες πνευματικές προσωπικότητες, όπως ο εκ των διακεκριμένων της δεύτερης γενιάς των ρομαντικών ποιητών Σπυρίδων Βασιλειάδης (1845-1874), ο διεθνούς φήμης ποιητής και θεωρητικός θεμελιωτής του Συμβολισμού Ζαν Μωρεάς (Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος) (1856-1910), ο μάλλον σπουδαιότερος Έλληνας ποιητής και πιο επιφανής λόγιος της εποχής του Κωστής Παλαμάς (1859-1943), για να ακολουθήσουν χρονικά ο φλογερός θεωρητικός στοχαστής και βαθιά ελληνολάτρης Περικλής Γιαννόπουλος (1869-1910), με τις γνήσια θαυμαστικές απόψεις του για το ελληνικό τοπίο, και οι επίσης καινοτόμοι και για την τοπιογραφία ζωγράφοι Γεώργιος Χατζόπουλος (1859-1935) και Βασίλειος Χατζής (1870-1915), και μερικά χρόνια αργότερα ο επιφανής Ελληνοαμερικανός ζωγράφος της Διασποράς Γιώργος Κωνσταντινόπουλος, γνωστός ως George Constant (1892-1978). Μέσα από αυτό το πεδίο αναδύεται και ο Επαμεινώνδας Α. Θωμόπουλος (31/10/1878-5/1/1976). Ο πατέρας του Αλέξιος Θωμόπουλος, από παλαιά πατρινή αστική οικογένεια, ήταν έμπορος αποικιακών ειδών, διατηρώντας κατάστημα στο ισόγειο του σπιτιού τους επί της οδού Κολοκοτρώνη 25, και η μητέρα του Σοφία Τσερτίδου είχε μικρασιατική καταγωγή από τη Σμύρνη. Η οικογένειά του διέθετε κτήμα στην Αγυιά Πατρών, με οπωροφόρα δέντρα και λαχανικά (βλ. Τ. Ηλιάδου-Μανιάκη, Επαμεινώντας Θωμόπουλος, Πάτρα 1992). Το 1892-1895 μαθητεύει στο Λύκειο «Καποδίστριας» της Κέρκυρας, όπου θα ανακαλύψει την κλίση του στη μουσική, αλλά κυρίως το ταλέντο του στη ζωγραφική, χάρη στους δασκάλους του Σπυρίδωνα Πλατσαίο (1855-1920) και Σπυρίδωνα Πιζάνη (1870-1920). Ο ιταλικής καταγωγής δάσκαλός του Πιζάνης ήταν, μάλιστα, από εκείνους τους ζωγράφους, που, σύμφωνα με τον τεχνοκρίτη Φώτο Γιοφύλλη (Ιστορία της Νεοελληνικής Τέχνης. 1821-1941, τ. Β’, Αθήνα 1963, σ. 367), μαζί με τους Περικλή Τσιριγώτη (1860-1924) και Βικέντιο Μποκατσιάμπη (1856-1933), «φέραν τον εμπρεσιονισμό από την Ιταλία». Μετά το πέρας των σχολικών σπουδών του και αφού κατορθώνει να πείσει τους γονείς του να τον υποστηρίξουν στην απόφασή του να σπουδάσει ζωγραφική, ο Ε. Θωμόπουλος μεταβαίνει στην Ιταλία για να σπουδάσει την αγαπημένη του τέχνη στη Βασιλική Σχολή της Νάπολης, δίπλα στο φημισμένο ζωγράφο του Ιταλικού Ρομαντισμού, Domenico Morelli (1823-1901), πάλαι ποτέ στενό φίλο και μέντορα του Saverio Altamura (1822-1897), συζύγου και δασκάλου της πρώτης Ελληνίδας ζωγράφου Ελένης Αλταμούρα (1821-1900), η οποία ταξίδεψε για σπουδές ζωγραφικής στη Νάπολη μισό αιώνα πριν. Ο Ε. Θωμόπουλος θα λάβει μαθήματα ακόμα από τον Filippo Palizzi (1818-1899), εκπρόσωπο της υπαιθριστικής Σχολής του Posilippo, επίσης στη Νάπολη, όπου θα παραμείνει από το 1896 έως το 1899, καθώς και από τους Francesco Jacovacci (1840-1908) και Antonio Mancini (1852-1930) στη Ρώμη (1899-1900), και, τέλος, από τους Emilio Paggiaro (1859-1929), από τον οποίο διδάχθηκε τοιχογραφία, και Luigi Nono (1850-1918), που ειδικευόταν στα θρησκευτικά θέματα, στη Βενετία (1901-1903). Από αυτούς τους καθόλου αμελητέους δασκάλους ο F. Palizzi αποτέλεσε ίσως την αμέσως σημαντικότερη μετά τον Morelli επιρροή για τον Πατρινό ζωγράφο, καθώς ήταν εκτός των άλλων και εξαίρετος ζωγράφος ζώων. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του Ε. Θωμόπουλου στη Νάπολη του απονέμεται βραβείο σε διαγωνισμού γυμνού.

Ήδη το 1896 ο ζωγράφος θα εκθέσει στην Πάτρα στη Βιομηχανική Έκθεση και το 1899 στο Ζάππειο. Το 1901 φιλοτεχνεί μια θρησκευτική παράσταση με «μυστικοσυμβολική» τεχνοτροπία για τον μητροπολιτικό Ναό του Ευαγγελισμού της Πάτρας, θέλοντας «να εκφύγει της τετριμμένης και κοινής τέχνης, ήτις κυριαρχεί εις τας εκκλησίας μας». Το ίδιο έτος συμμετέχει στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, με το έργο του Οδαλίσκη. Το έργο δημοσιεύτηκε στον κατάλογο της έκθεσης μαζί με το έργο Κακές Ειδήσεις του καταξιωμένου οριενταλιστή ζωγράφου της Διασποράς, Θεόδωρου Ράλλη (1852-1909). Το 1901 είναι και το έτος του θανάτου του Ιταλού δασκάλου του Morelli, του οποίου τα λόγια θα κρατήσει πάντα σαν ευαγγέλιο: «να σκέπτεσαι ένα χρόνο και να εκτελής εις 8 ημέρας, και πρόσεχε όσο ειμπορείς να αποφεύγεις εις την τέχνη την μόδα και το εμπόριον» (περ. Πινακοθήκη, τχ. 7, Σεπτέμβριος 1901, σ. 167). Το 1904 ιδρύει Σχολή ζωγραφικής στην Πάτρα, όπου θα διατηρήσει και το εργαστήριό του στην οδό Ρήγα Φεραίου 26. Διατήρησε επίσης εργαστήριο στο Διακοφτό Αιγιαλείας. Το ίδιο έτος οργανώνει την πρώτη ατομική του έκθεση στην Πάτρα στην Αίθουσα της Φιλαρμονικής. Στη συνέχεια θα εκθέτει σχεδόν κάθε χρόνο, σε ατομικές εκθέσεις κυρίως στην Πάτρα (1907∙ 1910, Αίθουσα «Εισαγωγικού Συλλόγου»∙ 1911∙ 1913∙ 1964) και περισσότερο στην Αθήνα (1914, προθήκη Βιβλιοπωλείου Ελευθερουδάκη∙ 1916, τιμητική οργάνωση από τον Σύλλογο Ελλήνων Καλλιτεχνών στο Ζάππειο∙ 1917∙ 1919, Αίθουσα «Geo»∙ 1920∙ 1923, Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός»∙ 1929, «Αίθουσα Στρατηγοπούλου»∙ 1932 και 1935, «Παρνασσός»∙ 1937, «Στρατηγοπούλου»∙ 1941 και 1942, Διαρκής Έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο∙ 1948∙ 1949, Αίθουσα Εκθέσεων Ζαχαρίου∙ 1951, 1952, 1954 και 1966, «Παρνασσός»), αλλά και στη Νέα Υόρκη (1906), την Κέρκυρα (1908), και τη Θεσσαλονίκη (1950). Από τις ομαδικές εκθέσεις στις οποίες λαμβάνει μέρος ξεχωρίζουν η έκθεση του «Circolo Artistico Internationale» στη Ρώμη (1901), οι καλλιτεχνικές εκθέσεις της εταιρείας των Φιλοτέχνων στην Αθήνα (1901∙ 1902, ξενοδοχείο «Ακταίον», Νέο Φάληρο), οι καλλιτεχνικές εκθέσεις του «Παρνασσού» (1902, 1903, 1905), η συμμετοχή του σε έκθεση στο Αμβούργο (1905), στις εκθέσεις της Καλλιτεχνικής Εταιρείας στο Ζάππειο (1907∙ 1908, όπου καταλαμβάνει ολόκληρη αίθουσα), καθώς και στις καλλιτεχνικές εκθέσεις του Ζαππείου των επόμενων ετών (1909, Έκθεση του «Συνδέσμου Συντακτών»∙ 1910∙ 1912, Β’ Καλλιτεχνική Έκθεση του Σ.Ε.Κ.), αλλά και στην Αλεξάνδρεια το 1909, στην έκθεση του Καλλιτεχνικού Συνδέσμου του Καΐρου. Ιδιαίτερα σημαίνουσα είναι η εκπροσώπηση της Ελλάδας από τον Θωμόπουλο στις Διεθνείς Εκθέσεις του Παρισιού το 1910 και της Ρώμης το 1911. Θα συμμετάσχει ακόμη στις επόμενες εκθέσεις του Σ.Ε.Κ. το 1915 και το 1917 στο Ζάππειο, σε ομαδική στην Κέρκυρα το 1914, στην «Ελληνογαλλική Έκθεσις» το 1918 στην Αθήνα, καθώς και το ίδιο έτος στον «Παρνασσό» για τους πυροπαθείς της Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια ξεχωρίζουν οι συμμετοχές του σε έκθεση στο Κάιρο το 1928, σε έκθεση που οργανώνουν μαζί με τον Ουμβέρτο Αργυρό (1882-1963) το 1937 στην «Αίθουσα Στρατηγοπούλου», στην Παγκόσμια Έκθεση της Νέας Υόρκης το 1940, στον «Παρνασσό» στην Αθήνα το 1946, στην «Πανελλήνιο» του 1948, και το 1963 στην Ζ’ Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο, ενώ συμμετέχει σχεδόν σε όλες τις Πανελλήνιες από το 1938 έως το 1975. Επιστέγασμα όλων αυτών των παρουσιάσεων του έργου του είναι η εκπροσώπηση της Ελλάδας από τον Ε. Θωμόπουλο στη Μπιενάλε της γνώριμής του Βενετίας το 1934, οπότε οργανώνει ο ίδιος το ελληνικό περίπτερο, και το 1936. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στη Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, στη Δημοτική Πινακοθήκη καθώς και στο Δημαρχείο Πατρών, όπου δώρισε ο ίδιος μια πολυάριθμη ομάδα έργων του (βλέπε το λεύκωμα του 2003: Επαμεινώνδας Θωμόπουλος. Η ζωγραφική του Δημαρχείου Πατρών), στην Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης, στην Πινακοθήκη Αβέρωφ, στην Πινακοθήκη του Ιερού Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας στην Τήνο, στη Συλλογή της Α.Σ.Κ.Τ., στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας, στις Συλλογές Κουτλίδη και Λεβέντη, στη Συλλογή της Εθνικής Τράπεζας, κ.α.

Στη σταθεροποίηση της οικονομικής του κατάστασης και την περαιτέρω αφοσίωσή του στην τέχνη του συνέβαλε ο γάμος που σύναψε με την Άννα Ρηγοπούλου, από ευκατάστατη οικογένεια της Πάτρας, με την οποία απέκτησαν μια κόρη τη Σοφία και συχνά τον συνόδευαν στα ταξίδια του. Εξάλλου, η πορεία προς την καθιέρωσή του ήταν αρχικά ανηφορική. Μάλιστα, ο Θωμόπουλος το 1911 εκδιώκεται από το Ζάππειο μαζί με άλλους ζωγράφους που διατηρούσαν εκεί εργαστήριο. Αξίζει να αναφερθεί πως το 1914 ο Πατρινός ζωγράφος φιλοτεχνεί έργα από τα πεδία των μαχών. Το 1915 είναι οριακό έτος για την πορεία του καθώς γίνεται καθηγητής στην Σχολή Καλών Τεχνών στο μάθημα «των υπαίθριων σπουδών» που θεσπίζεται τότε και όπου θα διδάξει μέχρι το 1949. Λίγο αργότερα αντιμετώπισε με συμπάθεια την υπόθεση της ρωσικής Επανάστασης του 1917 με σκίτσα και γελοιογραφίες στο Ριζοσπάστη. Το 1919 είναι στην εφορευτική επιτροπή της Δ’ Διαρκούς Καλλιτεχνικής Έκθεσης του Ζαππείου. Το 1920 λαμβάνει τιμητική διάκριση από την Σχολή Καλών Τεχνών και το 1927 το Αριστείο Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών για το έργο του Θεριστές. Το 1930 η Ακαδημία τον εξέλεξε πρόσεδρο μέλος της μετά από πρόταση του Γεώργιου Ιακωβίδη (1853-1932), με την αιτιολογία ότι ο Θωμόπουλος «έχει δημιουργήσει σχολή δική του, και μάλιστα ελληνική. Τη σχολή του ελληνικού υπαίθρου». Το 1931 του απονέμεται ο ιταλικός Ταξιάρχης του Στέμματος και το 1935 γίνεται πρώτος πρόεδρος του Ροταριανού ομίλου Πατρών, ενώ διετέλεσε και Πρόεδρος της Φιλαρμονικής Εταιρείας Πατρών. Έλαβε ακόμα τα παρακάτω παράσημα-τιμές: Ταξιάρχης Γεωργίου Α’, Ταξιάρχης του Φοίνικος και Αξίας της Ιταλικής Δημοκρατίας. Φιλοτέχνησε τις προσωπογραφίες πολλών επιφανών προσωπικοτήτων της εποχής του, όπως ο βασιλιάς Κωνσταντίνος (1868-1923) ―το 1917 μετά από παραγγελία της Εθνικής Τράπεζας―, ο Πατρινός πολιτικός Δημήτριος Γούναρης (1867-1922), ο Δημήτριος Αιγινίτης (1862-1934) και ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943). Επίσης εικονογράφησε την Υπαπαντή, μητροπολιτικό ναό της Καλαμάτας (1903) και δώρισε το σύμβολο των δύο εργατικών σωματείων της Πάτρας. Το 1935 εγκαθίσταται στην Αθήνα. Μέχρι τότε κύρια ερεθίσματα για την εικαστική δημιουργία του αποτελούν τα βουνά και γενικότερα τα γραφικά μέρη της Αχαΐας, όπως ο Χελμός (Αροάνια όρη), τα Καλαβρυτοχώρια, το Παναχαϊκό όρος, τα χωριά Κερπινή, Μέτζαινα (Πλατανόβρυση), Ζαχλωρού, το Μέγα Σπήλαιο, η Χαλανδρίτσα, καθώς και τα προάστια της Πάτρας: Γλαύκος, Ιτιές, Πράτσικα. Στη συνέχεια αντλεί τα θέματά του και από το Τολό, την Αράχοβα, τους Δελφούς και την Ύδρα. Το 1943 διαδέχθηκε ως υποδιευθυντής τον Κωσταντίνο Δημητριάδη (1879-1943) στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου το 1944 εκλέχθηκε διευθυντής. Το 1949 γίνεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας και το 1962 διατελεί πρόεδρος. Είχε στενή σχέση με τον επίσης ακαδημαϊκό ζωγράφο και καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών Παύλο Μαθιόπουλο (1876-1956). Αγαπούσε τη λογοτεχνία και άντλησε έμπνευση κυρίως από τον ποιητή της ελληνικής υπαίθρου Κώστα Κρυστάλλη (1868-1894), αλλά και τον Ερωτόκριτο του Βιντσέτζου Κορνάρου (1553-1613), καθώς και ποιήματα των Κωστή Παλαμά, Γεώργιου Δροσίνη (1859-1951) κ.ά. Αποκλήθηκε συχνά ο Κώστας Κρυστάλλης του χρωστήρα.

Τα έργα του αρχικά διακρίνονται για έναν αλληγορικό και ιδεαλιστικό χαρακτήρα, επηρεασμένος από το κίνημα του Συμβολισμού που επικρατούσε τότε στην Ευρώπη. Γρήγορα θα επιλέξει το θεματικό του πεδίο, που δεν είναι άλλο από την τοπιογραφία σε συνδυασμό με μια ηθογραφική τάση, με ήρωές του τις ανώνυμες και ανώνυμους χωρικές και χωρικούς που εντοπίζει επί τόπου στον επαρχιακό χώρο κυρίως της Αχαΐας. Συναντάει αντιδράσεις για την τεχνοτροπία του, καθώς θεωρείται αρχικά ριζοσπάστης, ακράτητος χρωματιστής, χρησιμοποιώντας πλατιές πινελιές. Παρ’ όλα αυτά καθιερώνεται με το προσωπικό του ύφος, καθιστώντας τη φύση οικεία μέσω των φωτεινών χρωμάτων του και της σχεδόν πανθεϊστικής διάστασης που της προσδίδει, ανάγοντας το ελληνικό τοπίο σε έναν χώρο με σχεδόν τοποκεντρικά χαρακτηριστικά. Είχε μια ιδιαίτερη μέθοδο εργασίας, καθώς χρησιμοποιούσε τρόπον τινά τη μέθοδο του ζωγράφου της νωπογραφίας, με την έννοια ότι δούλευε ξεχωριστά κάθε μέρος του έργου πριν προχωρήσει στο επόμενο. Αν και δεν φειδόταν χρωμάτων παρέμενε πιστός στο τοπίο που ήθελε να αποδώσει, όπως τονίζει ο Ν. Καλογερόπουλος (περ. Πινακοθήκη, τχ. 183, Μάιος 1916, σ. 42), «το ελληνικό τοπείον, ειδικώτερον το Αχαϊκόν, απεδόθη πιστώς και καλλιτεχνικώς». Ο ίδιος τεχνοκρίτης θα τον παρομοιάσει πρώτος με τον Κρυστάλλη, ακριβώς για την τάση του να αποδίδει την ελληνική ύπαιθρο χωρίς πρόσθετα ή ξένα προς εκείνη στοιχεία: «Τίποτε το ψεύτικον, το Ευρωπαΐζον. Ο Θωμόπουλος έχει εξοικοιωθή με το Ελληνικό φως. Το αισθάνεται. Και το αποδίδει με ειλικρίνειαν. Είνε ο Κρυστάλλης της ζωγραφιάς» (περ. Πινακοθήκη, τχ. 224-5, Οκτ.-Νοεμ. 1919, σ. 71). Ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς με τη σειρά του θα θεωρήσει πως είναι ο «γνησιώτερος απόγονος του Θεοκρίτου, του Μόσχου και των λοιπών βουκολικών συγγραφέων και ποιητών της αρχαίας Ελλάδος», καθώς χάρη στο πινέλο του «αναζούν ο αγροτικός βίος» και οι κορυφές της Ζήριας. Ο τολμηρός χρωματισμός του θα αναγνωριστεί αρχικά και από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, αφού, όπως τονίζει (εφ. Εμπρός, 30/4/1917), είναι «ο πλέον αδιάλλακτος κολορίστ που έχομεν∙ ο Βενετσιάνος των χρωματισμών. Εργάζεται κυρίως με εργαλείον κατ’ εξοχήν υπαιθρικόν, με την σπάτολα». Ο Παύλος Νιρβάνας θα υπογραμμίσει την εύστοχη επιλογή των ανθρώπινων τύπων που δεσπόζουν στα έργα του: «γνωρίζει να τοποθετήση μέσα εις το τοπίον την χαρακτηριστικήν Ελληνικήν μορφήν». Πρόκειται για ανθρώπινους χαρακτήρες που αποπνέουν με την περηφάνια με την οποία τους απαθανατίζει «μια ανάμνησις του αρχαίου κάλλους και του μεγαλείου του παρελθόντος μας». Στη ζωγραφική του εντοπίζονται εύκολα επιρροές από τον συμβολιστή Ιταλό ζωγράφο Giovanni Segantini (1858-1899), κυρίως στη χρήση των χαρακτηριστικών πινελιών του με τα έντονα και καθαρά χρώματα. Η έντονη περιγραφικότητα και τυποποίηση των θεμάτων του γίνεται πιο εμφανής μετά το 1920 και την εμφάνιση της αντίθετης προς εκείνον Ομάδας Τέχνη. Είναι χαρακτηριστική η αντίθεσή του, μαζί με τον Ουμβέρτο Αργυρό, τη δεκαετία του 1930 στον Παπαντωνίου, του οποίου η άποψη απέναντί του είχε γίνει επικριτική. Κατά τη διάρκεια της κατοχής ο Θωμόπουλος φιλοτεχνεί μια σειρά συμβολιστικών θεμάτων, εμπνεόμενος από μυθολογικά θέματα, καθώς δεν μπορούσε να ζωγραφίσει στο ύπαιθρο όπως συνήθιζε, εξαιτίας των ακραίων συνθηκών της κατοχής που βίωνε η Ελλάδα, αλλά και ως τη μόνη του διέξοδο «μέσα στην πείνα και τον θάνατο που γέμιζε τα πάντα στην αγαπημένη μας πατρίδα», όπως δήλωνε. Στα έργα αυτά, καμωμένα με παστέλ, αναδεικνύεται η πλούσια εσωτερικότητα του ζωγράφου, η οποία υποφώσκει και στα υπαιθριστικά του έργα. Στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του επιστρέφει όσο του το επιτρέπουν οι δυνάμεις του στο θεματικό πεδίο και ύφος της προπολεμικής περιόδου, με μια ύφεση στη χρωματική του δεινότητα και πιο άστατες σχεδιαστικά γραμμές. Το έργο του κλείνει παρ’ όλα αυτά έναν πλήρη κύκλο, υπηρετώντας τον χρωματικό πλούτο της ελληνικής υπαίθρου χώρας. Χρησιμοποιώντας από τους πρώτους στην Ελλάδα μαζί με τον Κωστή Παρθένη (1878-1967) πουαντιγιστική τεχνική, «αποδίδει στον πίνακά του άμεσα αυτό που αισθάνεται (…) με τον σκοπό να ευχαριστήση την όραση του θεατή», όπως υπογράμμιζε ο Άγγελος Προκοπίου (Ιστορία της Τέχνης. 1750-1950, τ. Β’, Αθήνα 1969, σ. 500). Όπως έλεγε, άλλωστε, ο ομότεχνός του Παναγιώτης Τέτσης  (1925-2016), η φράση του «το κομπάλτο είναι το ψωμί του υπαίθρου», δίνει τη σφραγίδα της ζωγραφικής του.

Ανέστης Μελιδώνης
Ιστορικός Τέχνης
Επιστημονικός Συνεργάτης του Ιδρύματος Ελληνική Διασπορά